ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ…

31/03/2022

Οκτώβριος του εικοσιδυό κι όλοι σαν μιά αγέλη
βαδίζουν προς το άγνωστο, έτσι η Ιστορία θέλει!
Το κύριο ρεύμα έρχεται από την ενδοχώρα,
δεν ξέρουν πού πορεύονται, πού έχουν φτάσει τώρα.
Άφησαν τα χωράφια τους, τα σπίτια και το βιός τους,
πρόσφυγες είναι τώρα πιά, πίσω τους ο εχθρός τους.
Σιωπή παντού επικρατεί, βαδίζουνε σκυμμένοι,
ένα μπουλούκι μουλωχτό τη μοίρα υπομένει.
Είναι μια πομπή μουγκή, μιλιά κανείς δεν βγάζει,
ο λογισμός τους πίσω τους και η καρδιά σπαράζει.
Τα λασπωμένα ρούχα τους, τα πολυκεντημένα,
απομεινάρια αρχοντιάς, τώρα είναι βρεγμένα!
Τα βάρυνε πυκνή βροχή, τα λέρωσε η σκόνη
και δάκρυα τα νότισαν, δράμα που δεν τελειώνει…
Στενάζει σ’ έναν αραμπά μια άρρωστη γυναίκα,
ακολουθούν μικρά παιδιά, θα είναι πέντε-δέκα.
Ένας γεράκος προχωρεί, σκυφτός, καμπουριασμένος,
στη δύση πια του βίου του, στον πόνο του χαμένος.
Τρεκλίζοντας σ’ ατέλειωτο και λασπωμένο δρόμο,
έχει το βλέμμα του απλανές, μ’ ένα του δάκρυ μόνο!
Καμιά δεν είναι υπερβολή, μα ρεπορτάζ πολέμου,
άνθρωποι να σκορπίζονται σ’ εφτά μεριές τ΄ανέμου…
Κι όλα αυτά σαν γίνανε στη Σμύρνη και στη Θράκη
και σ’ άλλες χώρες, είπαμε: ένα παραθυράκι
ειρήνης ν’ ανοιγότανε, όλα αυτά να πάψουν.
Βλέπουμε πως τα αίματα δεν άργησαν ν’ ανάψουν!
Πόλεμος πάλι, προσφυγιά, κανόνια να βρυχώνται,
στα ύψη πάλι συμφορές, μίση αναρριχώνται!
Μανάδες βλέπουμε ξανά, με καροτσάκια τρέχουν
μέσα στο χιόνι, στους καπνούς, έλεος να μην έχουν!
Σήμερα πια δεν έχουμε έναν Χεμινγουέι
να γράψει για τους πρόσφυγες, λόγια σκληρά να λέει.
Μα, ξέρουμε πως στη ζωή, σε όλο της το μήκος,
Άνθρωπος για τον άνθρωπο θα είναι πάντα λύκος!
Δ.Ι.
*Στο πρώτο μέρος του στιχουργήματος πάρθηκαν ιδέες από τα ρεπορτάζ για το 1922 του Έρνεστ Χεμινγουέι

Κάνε κλικ εδώ για να γίνεται συνδρομητής.